- δυναμίτης
- dynamite
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δυναμίτης — ο 1. ισχυρή εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη. 2. μτφ., καθετί πολύ δυνατό: Με κέρασε ένα ποτό σωστό δυναμίτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… … Dictionary of Greek
κροτίδα — η 1. μικρό πυροτέχνημα που εκσφενδονίζεται με το χέρι και εκρήγνυται με κρότο μόλις προσκρούσει στο έδαφος, βαρελότο 2. άλλο είδος πυροτεχνήματος το οποίο αναφλέγεται με την τριβή και προκαλεί συνεχόμενες εκρήξεις, η τρακατρούκα 3. μικρό άνοιγμα… … Dictionary of Greek
δυναμίτιδα — η ο δυναμίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιτίλι — το (λ. τουρκ.) 1. θρυαλλίδα, χοντρό νήμα κεριού, καντήλας, λυχναριού, λάμπας, που ανάβει: Σώθηκε το φιτίλι της καντήλας. 2. πυροδοτική θρυαλλίδα, άφτρα: Ο δυναμίτης παίρνει φωτιά με φιτίλι. 3. βύσμα έλκους που προκαλεί την αποχέτευση του πύου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)